Παροδίτες- Νίκος Γ.Παπαδόπουλος (2024) [6.8]
[23-12-2024, 17:40]
Μία σειρά διηγημάτων με τον τίτλο "Παροδίτες" του συντοπίτη μας Νίκου Γ. Παπαδόπουλου κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Οι ήρωες των ιστοριών είναι περαστικοί, ταξιδιώτες, δηλαδή Παροδίτες της ζωής που βιώνουν διάφορες καταστάσεις από τις οποίες άλλοτε βγαίνουν νικητές κι άλλοτε αφανίζονται.
Όπως οι ρίζες μιας βουκαμβίλιας χάνονται κάτω από την άνυδρη επιφάνεια της πλακόστρωσης, έτσι και ο κορμός της ύπαρξης μας αναζητά καταφύγιο για να ξεδιψάσει και να γαληνέψει το ταλαιπωρημένο της πνεύμα.
Μία γυναίκα αναζητά το εισιτήριο ενός τρένου που θα την οδηγήσει μακριά από το τέλμα της ρουτίνας που βιώνει χρόνια τώρα. Ένα ζευγάρι σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό περιμένει το τρένο και η κοπέλα κρατά σφιχτά στο χέρι της το εισιτήριο του ταξιδιού με τον ίδιο τρόπο που ένα βιβλίο κρατά σφιχτά στην αγκαλιά του έναν σελιδοδείκτη, για να μην χαθεί ποτέ η σελίδα της ζωής. Ένας γέρος ναυτικός που έχει συντροφιά του τους γλάρους και ζει σε ένα χαμόσπιτο στο λιμάνι.
Όλοι οι διερχόμενοι παροδίτες δείχνουν ναρκωμένοι, υπνοβατώντας με ορθάνοιχτα μάτια πάνω σε μία περιφραγμένη από όλες τις μπάντες ρότα.
" Πόσο ανώφελο είναι τελικά να καμώνεται κανείς πως ελέγχει το πηδάλιο της ζήσης του και να προσποιείται ότι διαφεντεύει όλους τους προορισμούς;"( σελ:89)
Εγκώμιο στη θάλασσα που δεν την ταξιδεύεις, γιατί δεν έχει αφετηρία μήτε προορισμό και χαρακτηρισμός της αγάπης που είναι μια θάλασσα που δεν στερεύει μήτε χάνεται αλλά κυματίζει πάντα μέσα μας.
" Η θάλασσα είναι οι πλημμυρίδες και οι άμπωτες της ζήσης σου." ( Σελ:95)
Μία γυναίκα βρίσκει διέξοδο στη θέα μιας γέρικης τιλιάς που όταν την ξεριζώσουν θα της κλέψουν κάθε ελπίδα. Ένας μεσήλικας μόνος του στο μουράγιο αγναντεύει την θάλασσα του Παγασητικού και πετάει στη θάλασσα ένα λουκέτο που κρατούσε στη χούφτα του, με το οποίο κλείδωνε τους άλλους πάνω στα "θέλω" και το "υπερεγώ" του. Ένας μοναχικός θαμώνας ενός καφέ πίνει διπλό κονιάκ και ονειρεύεται την συνάντηση με το άλλο του μισό.Μια ηλικιωμένη γυναίκα είναι η μοναδική επιβάτιδα μιας αμαξοστοιχίας, η οποία φεύγει από τη ζωή παίρνοντας μια μπρούτζινη κορνίζα και μια βαλίτσα.Ένας έμπορος παθαίνει ανακοπή στα χέρια ενός άστεγου που πασχίζει με μαλάξεις να τον κρατήσει στη ζωή , ενώ οι ένοικοι της πολυκατοικίας διαμαρτύρονταν για τα κοινόχρηστα που είχε αφήσει απλήρωτα.
Πολλές ιστορίες ανθρώπων που ζουν ανάμεσα μας, που βιώνουν την μοναξιά , τον πόνο, την χαρά, την απώλεια.Και μέσα σε αυτές ο συγγραφέας καταθέτει τις σκέψεις του, στοχάζεται, εξομολογείται προσωπικά βιώματα ή τα ντύνει με τα νήματα της μυθοπλασίας.Η ευρυμάθεια του είναι φανερή, αλλά ο λόγος του πυκνός και δύσκαμπτος και δυστυχώς σε πολλά σημεία το κείμενο πνίγεται με νοήματα που ο αναγνώστης αδυνατεί να αφομοιώσει ή που χρειάζεται να διαβάζει ξανά και ξανά.
Υπάρχουν και κομμάτια που σε κερδίζουν αλλά οι αυτοτελείς αυτές ιστορίες πέρα από το απρόβλεπτο θα έπρεπε να μην σε βολιδοσκοπούν με τόσους συνειρμούς που κάποιες φορές κουράζουν υπερβολικά.
"Όντας εκ φύσεως περιπλανόμενοι διαβάτες, παροδίτες , ταξιδευτές, αρμενιστές της ζωής, δεν έχει καμία σημασία ο προορισμός, το πέρας, το μετά, μια και παύουμε να είμαστε ταξιδευτές, μόλις φτάσουμε, αργά ή γρήγορα ο καθένας, στον προορισμό.Το μετά δεν υπάρχει για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχουμε εμείς στον χωροχρόνο του μετά".( σελ 223)
By maria