ΓΚΙΑΚ - Δημοσθένης Παπαμάρκος (2016) [9.2]
[03-05-2023, 18:59]
Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος γράφει τη σειρά διηγημάτων με τον τίτλο ΓΚΙΑΚ που στα αρβανίτικα δηλώνει το αίμα, τον συγγενικό δεσμό και τον νόμο του αίματος που σκιάζει τις ζωές των ηρώων, οι οποίοι είναι στρατιώτες που πολέμησαν στη Μικρασιατική εκστρατεία .
Ο ήρωας της κάθε ιστορίας αφηγείται σε κάποιο άλλο πρόσωπο ό,τι έζησε στο μέτωπο , προβαίνοντας σε πράξεις ανατριχιαστικές ,εφόσον στον πόλεμο δεν υπάρχουν καλοί ή κακοί αλλά όλοι για να επιβιώσουν γίνονται κτήνη , σκοτώνουν , σφάζουν, βιάζουν, καταστρέφουν, λεηλατούν .
Ένας αδερφός που παίρνει εκδίκηση από τον συμπολεμιστή του για την ατιμασμένη μικρή αδερφή του, τη Συρμώ.
Η επιστροφή του Γιάννη από το μέτωπο και ο γάμος του με την αρραβωνιαστικιά του καλύτερου του φίλου ,του Βασίλη, για να μην μείνει " χαλασμένη " και γεροντοκόρη.
Τα Μπουκουμπάρδια , τα μικρά μαύρα σύκα που είναι τόσο γλυκά και που ο στρατιώτης για να τα κόψει από τον αρχαιολογικό χώρο πέφτει από το δέντρο .
"Ταραταρούρα" φώναζε ένας ληστής που βρυκολάκιασε , γιατί έμεινε άταφος και ο στρατιώτης φοβόταν μην τον αγγίξει και σκοτωθεί στο μέτωπο .
" Τί; Ε είναι δυνατόν , ρε χαμένε, να πέθανα και να σου μιλάω τώρα δα; Δεν ξέρω γιατί.Έχασα την πίστη μ' κείθε πέρα.Μπορεί γι' αυτό . Έκαμα κι είδα πράματα και κατάλαβα ότι οι χειρότεροι δαιμόνοι είναι οι άνθρωποι ."( σελ. 53)
Μια συγκλονιστική παραλογή με τη συνομιλία του Χάρου και μιας νιάς - χήρας , η οποία με θάρρος και αποκοτιά ζητά να της φέρει πίσω τον άντρα της.
_" Προικιά, σκουτιά, μαλάματα δε θέλω γω η έρμη μον' θέλω το στεφάνι μου , τον ακριβό μου άντρα .
_ Γιατί είμαι ο Χάρος λυγερή του σκιώματος ο ρήσος .Έτσι με θέλει ο Θεός , έτσι μ' ορίζει η πλάση
το θρήνο να ' χω μουσική, το κλάμα για τραγούδι και νυχτοπούλια θλιβερά να μου κρατάν τα ίσια." ( σελ 62)
Η καταπάτηση του όρκου που έδωσε ένας στρατιώτης στην κοπέλα του ότι θα την παντρευτεί φεύγοντας απο τη Σμύρνη και ο γάμος του στη νέα πατρίδα .
Ο στρατιώτης με το γυάλινο μάτι εξομολογείται σε μια πόρνη τον ομοφυλοφιλικό έρωτα του για τον σύντροφό του τον Θύμιο.
"Η δικιά μ' η λαβωματιά δηλαδής κι ο χωρισμός με τον Θύμιο, γιατί ' ταν αμαρτία να αγαπιούνται έτσι δύο άντρες μεταξύ τους . Αλλ' απ' την άλλη κι η αγάπη απ' τον Θεό είναι και δεν είχε πει ποιον ν' αγαπάς και ποιόνα όχι." ( σελ.93)
Ο Αργύρης έχοντας πάρει μέρος στον Α' Παγκόσμιο, στη Μικρασία και στη Ρωσία και αφού είχε χύσει το αίμα πολλών αθώων φεύγει για την Αμερική και εργάζεται για 30 χρόνια ως Νοκέρης , χτυπάει δηλαδή το μοσχάρι με τη βαριοπούλα στο κούτελο ,ώστε να το ακινητοποιήσει.
" Κρυφή η δουλειά που κάνω στο Γιούνιον, κρυφή κ' αυτή που έκανα στον πόλεμο απλά εδώ δε με λένε κίλλερ εδώ με λένε νόκερ, κι είναι έτσ' στ' αυτιά πιο ωραίο." ( σελ 117)
Με έναν τραχύ προφορικό λόγο γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο από διαφορετικούς αφηγητές ο αναγνώστης θα ζήσει μια συγκλονιστική αναγνωστική εμπειρία ,γεμάτη δραματικά απρόοπτα με ένα ελκυστικό ιδιόλεκτο που δείχνει το εύρος και τη μαγεία της ελληνικής γλώσσας.Η θηριωδία και η αγριότητα του πολέμου, η αδυναμία των ηρώων να συμβιβάσουν τους κώδικες της παράδοσης με τα συναισθήματα και τη συνείδησή τους αναφύονται σε αυτά τα μοναδικά διηγήματα , τα οποία πραγματικά με άφησαν άφωνη .
By maria